λαγοχειλία

λαγοχειλία
και λαγωχειλία, η
σχετικά συχνή συγγενής παραμόρφωση κατά την οποία δεν πραγματοποιείται η σύγκλειση τής στοματορρινικής σχισμής τού εμβρύου τον πρώτο μήνα εμβρυϊκής ζωής, με αποτέλεσμα την παρουσία σχισμής στο άνω χείλος, κάτω από τον ένα ή και τους δύο ρώθωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + -χειλία (< χεῖλος). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. harelip, clett lip].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαγόχειλος — και λαγώχειλος, η, ο (Α λαγώχειλος, ον) 1. αυτός που παρουσιάζει λαγοχειλία 2. το ουδ. ως ουσ. το λαγώχειλο(ν) η λαγοχειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. λαγός + χεῖλος (πρβλ. ισό χειλος, παχύ χειλος] …   Dictionary of Greek

  • λαγωχειλία — (Ανατ.). Συγγενές ελάττωμα διάπλασης που χαρακτηρίζεται από κάθετη, συχνά έκκεντρη, σχισμή στο άνω χείλος του νεογνού. Διαβαθμίζεται από απλή αυλάκωση ή εντύπωμα πάνω στο χείλος έως πλήρη σχισμή, που εκτείνεται μέχρι τη ρινική κοιλότητα. Μπορεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”